Λένε πως η Ζωή είναι άδικη και παίζει περίεργα παιχνίδια. Θα κρατήσω μόνο το δεύτερο και απλά στο πρώτο θα βάλω μια παρένθεση(μερικές φορές είναι τόσο δίκαια που δεν αντέχεται)…
Το περασμένο Σάββατο, ανοίγοντας κατά το μεσημεράκι τα μπλογκς βλέπω αυτό το σχόλιο, στο θέμα με το πρόβατο και το γουρούνι: «stillblues said...
"Άσχετο σχολιάκι εδώ αλλά....
είναι κάποια λάθη που θες να τα ξεχάσεις και να μην τα διορθώσεις ποτέ... είναι κάποια λάθη που δεν μπορείς να τα διορθώσεις όσο κι αν θες... είναι και κάποια λάθη σαν το δικό μου που θέλεις να τα διορθώσεις αλλά από ειρωνεία της τύχης δεν τα έχεις καταφέρει (μέχρι τώρα). Τα πράγματα λοιπόν έχουν ως εξής : ήταν κάποτε σε ένα νησί δυο φίλες, γνωρίζονταν λίγο καιρό αλλά είχαν προλάβει να μοιραστούν αρκετά πράγματα και μια κοινή αγάπη: το ραδιόφωνο. Κάποτε η μια έφυγε από το νησί, πέρασε λίγο καιρό στην Αθήνα, λίγο καιρό πιο βόρεια της Αθήνας αλλά με ένα μεγάλο πόνο στην καρδιά τότε. Ας ονομάσουμε αυτή που έφυγε Ρ. κι αυτή που έμεινε Ε. (και τα δυο μαζί κάνουν τη νότα που έχει δώσει πολύ αγαπημένα μινοράκια στη μουσική). Η Ρ λοιπόν έφυγε και η Ε έμεινε. Επικοινωνούσαν που και που και πάντα εκτιμούσαν η μια την άλλη. Κάποτε η Ρ αποφάσισε να ξεφύγει από την απομόνωση που είχε επιβάλει τον εαυτό της και θέλησε αργότερα να μοιραστεί με την Ε κάτι όμορφο που της συνέβη (γιατί στις λύπες βρίσκουμε συντροφιά, στη χαρά μας όμως την επιλέγουμε). Και η Ε είπε ότι θα είναι εκεί στη χαρά της. Αλλά δεν ήταν... γιατί εκείνη ακριβώς την ώρα ήταν η σειρά της Ε να ζητήσει την απομόνωση. Να μην έχει τη δύναμη ούτε για να είναι εκεί στη χαρά της Ρ. Και αυτό το λάθος είναι που δεν μπόρεσε ακόμα να διορθωθεί γιατί από ένα λάθος της τύχης το τηλέφωνο της Ρ σβήστηκε από το κινητό της Ε αφήνοντας την ανίκανη να μπορεί να επικοινωνήσει για να το διορθώσει. Έχουν περάσει χρόνια αρκετά, η Ε έκανε προσπάθειες να εντοπίσει την Ρ μέσα από τηλεφωνικούς καταλόγους, από γνωστούς με τους οποίους όμως δεν είχε τελικά καμία τύχη. Και να που σήμερα, νωρίς το απόγευμα, κάποιος βρέθηκε να αναφέρει στην Ε ότι η Ρ διατηρεί ένα blog. Κι έτσι απλά, ακριβώς τη στιγμή που ήθελε η ίδια η ζωή, βρέθηκε μια ευκαιρία για να διορθωθεί ένα λάθος. Εύχομαι να μην πάει χαμένη... Με αγάπη, Ε.»
Η πρώτη αντίδραση ήταν να το ξαναδιαβάσω για να σιγουρευτώ αν βλέπω καλά(ρημάδα μυωπία στο 2 έφτασες)
Η δεύτερη , ήταν να βάλω τις φωνές και να κόψω το αίμα του καλού μου που καθόταν στον δικό του υπολογιστή.
Αυτό που διάβαζα ήταν απίστευτο!
Πριν πολλά χρόνια, 10 για την ακρίβεια , στο πιο όμορφο νησί των Κυκλάδων , βρέθηκε η 20χρονη τότε Ράνια. Δεν πήγε για διακοπές αλλά για οικογενειακούς λόγους και θα παρέμενε στο νησί τουλάχιστον 3 χρόνια. Ούσα και φοιτήτρια στο χημικό της Αθήνας ήταν μια καλή ευκαιρία να βρει μια καλοκαιρινή δουλειά για να περνά πιο άνετα το χειμώνα στην Αθήνα.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Λίγες μέρες μετά την εγκατάσταση στο νησί και μην γνωρίζοντας κανένα βρέθηκε, εντελώς τυχαία , σε ένα ραδιόφωνο. Εκεί γνώρισε την Ελσα. Αρκετά μεγαλύτερη της , σοβαρή , κλειστή σχετικά αλλά πολύ γλυκιά άρχισαν αν κάνουν παρέα. Μάλιστα η Έλσα την μύησε στο ραδιόφωνο και της έμαθε όλα όσα ήξερε. Πώς να κόβει τα σσς , πώς να χειρίζεται την φωνή της, πώς να κάνει μόνη της κονσόλα και πολλά άλλα. Και απο τότε το χημικό πήγε στις καλένδες και το ραδιόφωνο την ταξιδεύει μέχρι σήμερα.
Από εκείνο το καλοκαίρι ξεκίνησε μια πολύ δυνατή φιλία. Οι δυο τους δεν είχαν κανένα κοινό. Η μια προσγειωμένη η άλλη τραλαρί τραλαλό, η μια σοβαρή , η άλλη ‘τι λες τώρα’, η μια στην απογοήτευση «να ανοίξω μια τρύπα να χωθώ για να πεθάνω» , η άλλη «πάμε για άλλα»….
Κάποια μέρα , πηγαίνει η Ράνια στο ραδιόφωνο και βλέπει την Ελσα με ένα μαλλί λες και πέρασαν όλα τα τρωκτικά του κόσμου από πάνω του. «τι έπαθες ?» την ρωτάει . ‘τσακώθηκα με τον μ@λάκα και ξέσπασα στα μαλλιά μου» της λέει αυτή. (εδώ να σημειώσω πως τα ονόματα είναι ελαφρώς αλλαγμένα, ό μ@λάκας όχι γιατί παραμένει διαχρονικός πάντα).
«ψαλίδι γρήγορα ,και εφημερίδες γιατί αν πάνε τρίχες στην κονσόλα τον ήπιαμε και οι δύο» της λέει η Ράνια πανικόβλητη. Βρέθηκε ένα ψαλίδι από αυτά που κόβουν χαρτάκια τα παιδιά στο νηπιαγωγείο με τις στρογγυλές μύτες αλλά από το τίποτα… Η επόμενη λύση θα ήταν το κοπίδι. Τέλος πάντων , την σουλούπωσε λίγο και φυσικά την έβαλε να της ορκιστεί πως την επόμενη φορά που θα τσακωθεί με τον μ@λάκα, αν θέλει οπωσδήποτε να ξεσπάσει σε τρίχες ας κουρέψει τον σκύλο της.
Είχε και η Ράνια κάποιες «άτυχες» στιγμές όπου βέβαια τις αντιμετώπιζε διαφορετικά. Ξεσπούσε στο μικρόφωνο. Μάλιστα , τότε ήταν που παρατηρήθηκε τρομερή έξαρση των αυτοκτονιών στο νησί. Έστελναν μηνύματα οι φαντάροι της μονάδας και έλεγαν στην Ελσα που ήταν πάντοτε απέξω και άκουγε θλιμμένη: «μαζεύτε την ,σε ένα μήνα απολυόμαστε, κρίμα είναι να κόψουμε τις φλέβες μας τώρα που η τρελή περνάει κρίση»
Και έτσι περνούσαν τα καλοκαίρια και οι χειμώνες. Να ξανά-σημειώσω κάπου εδώ πως οι χειμώνες στο νησί ήταν τρομερά δύσκολοι. Μετά τις 6 το απόγευμα δεν κυκλοφορούσε ούτε σκύλος. Αν έμενες από τσιγάρα , στην καλύτερη κάπνιζες …εφημερίδα. Πέθαινες και δεν υπήρχε άνθρωπος να σε κλάψει…που λέει ο λόγος. Η Ράνια πηγαινοερχόταν Αθήνα νησί σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο. Ήταν κάτι σαν Κυψέλη –Πατήσια το ταξίδι με το πλοίο. Άσε που πολλές φορές είχε και το καράβι ρεζερβέ. Η Ελσα όμως ήταν πάντα εκεί και την περίμενε. Πάντα είχαν πολλά να πούν ,πάρα πολλά για να διαφωνήσουν και ακόμα περισσότερα για να ζήσουν μαζί. Σε όλο αυτό το σκηνικό υπήρχε και ένα φάντασμα. Ήταν ο βκ307(εεε αφού άλλαξα των άλλων , δεν θα σε άφηνα εσένα έτσι), άλλος ένας ραδιο-φονικός! παραγωγός τον οποίο η Ράνια γνώριζε μόνο μέσα από τις εκπομπές του. Δεν τον είχε δει ποτέ ,αλλά είχε ακούσει πολλά γι αυτόν από την Ελσα και από τις κασέτες που έστελνε στο σταθμό. Μεταξύ μας, τον θαύμαζε πολύ!.
Πέρασαν τα 3 χρόνια και η Ράνια άφησε για πάντα το νησί. Η φιλία όμως με την Ελσα συνεχίστηκε δια τηλεφώνου. Κάποια στιγμή η Ράνια νομίζοντας πως βρήκε τον άνθρωπο που θα περάσει την υπόλοιπη ζωή μαζί του θέλησε να το μοιραστεί με την φίλη της. Ο διάλογος ήταν κάπως έτσι:
Ρ-τι κάνεις ?
Ε- εεε, έτσι και έτσι….με τον Μ@λάκα παιδεύομαι! Εσύ?
Ρ-μια χαρά, αποφασίσαμε με τον λ@καμα (για να μην μπερδευόμαστε) να το επισημοποιήσουμε.
Ε-Αντε πολύ χαίρομαι!
Ρ-θέλω να έρθεις
Ε-Θα έρθω , στο υπόσχομαι
……………………………………………………………………………………
Και κάπου εκεί κόπηκε η γραμμή. Και όταν λέμε κόπηκε εννοούμε οριστικά. Η Ελσα εξαφανίστηκε. Η Ράνια την έψαχνε αλλά ήταν σαν να είχε χωθεί πραγματικά σε ένα λαγούμι(όπως ο συγχωρεμένος ο Σαντάμ ένα πράγμα).Είχε φύγει και από το σταθμό, είχε κλειστό πάντα το κινητό, είχε αλλάξει σπίτι, είχε κλείσει εντελώς την πόρτα στο παρελθόν.
Τα χρόνια πέρασαν και ο διάλογος που είχε μείνει τότε στην μέση θα μπορούσε να είχε συνεχιστεί κάπως έτσι:
Ρ-Τι κάνεις?
Ε-Χώρισα με τον μαλάκα και έφυγα από το νησί. Εσύ?
Ρ-Χώρισα από τον λ@καμά και έφυγα από την γενέτειρα μου.
Πριν από κανα μήνα περίπου η Ράνια μέσα από τα μπλογκς ανακαλύπτει τον βκ307. Το πρώτο που κάνει είναι να το αφήσει σχόλιο που ρωτάει για την Ελσα. Ούτε φωνή , ούτε ακρόαση όμως. Και ακολουθεί δεύτερο σχόλιο . Καμιά απάντηση. Και λίγο πριν πάρει το δίκαννο του στέλνει μέιλ. Μετά από δυο μέρες βρίσκει στο μπλογκ της το σχολιάκι που διαβάσατε στην αρχή.
Η συνέχεια σε άλλο επεισόδιο. Ο επίλογος : «Σαν να μην πέρασε μια μέρα, I ‘m convinced that we still got the blues!»