isn't it ???

isn't it ???

30.6.19

Step in my shoes

Υπάρχει μια φράση που από τότε που την διάβασα για πρώτη φορά πριν πολλά χρόνια έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου . Θα μου πεις μόνο μία; Νομίζω ναι.
 Μια έχει καταφέρει να γράψει στον «σκληρό μου» που δεν φημίζεται για την χωρητικότητα του.
 Είναι γνωστό στο κοντινό μου περιβάλλον πως υπάρχουν πράγματα που μπορεί να τα διαγράψει το μυαλό μου αυτόματα. Και ας σημαίνουν κάτι. Λίγο ή πολύ.  
Βασική «υποχρέωση’ του εκάστοτε συντρόφου μου ήταν να μπορεί να απαντήσει όταν τον ρωτούσα «ποιος είναι ο αγαπημένος μου ηθοποιός;» Γιατί αν δεν άκουγα εκείνη τη στιγμή «ο Τζέραλντ Μπάτλερ ρε ούφο» μπορεί να έσκαγα μέχρι να τον βρω μέσα από ταινίες κλπ κλπ. Εννοείται ότι ποτέ δεν θυμάμαι αγαπημένες ταινίες ή βιβλία που με έχουν συγκλονίσει. Θυμάμαι υπόθεση αλλά όχι τίτλο.
Είναι λοιπόν μεγάλο κατόρθωμα για εμένα να έχω συγκρατήσει την φράση: "Before you start to judge me, step into my shoes and walk the life I'm living and if you get as far as I am, just maybe you will see how strong I really am.
Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή κάθε φορά που γνωρίζω κάποιον το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι το «φόρα τα παπούτσια του πριν βγάλεις συμπέρασμα για αυτόν» . Και ίσως για αυτό τον λόγο δεν συνηθίζω να κρίνω ποτέ κανένα.
 Μπορεί κάποιος να μου κάνει ή να μην μου κάνει. Σε όποια περίπτωση. Είτε είναι φίλος, συνάδελφος, γκόμενος.  Δεν συνηθίζω να τον χαρακτηρίζω ως άνθρωπο. Αν μου ταιριάζει έχει καλώς, προχωράω και τον γνωρίζω καλύτερα ή κάνω παρέα μαζί του. Αν κάτι με χαλάει , τον προσπερνώ και είναι διάφανος . Περνάει το βλέμμα μου από μέσα του.
 Αυτό το κριτήριο του μυαλού μου με έχει βοηθήσει να μην φορτώνομαι με περιττές συζητήσεις και περιττούς ανθρώπους. Και με έχει κάνει να διαγράφω αυτόματα αυτούς που μου μιλάνε για τρίτους με χαρακτηρισμούς. Τους θεωρώ τοξικούς και κόβω κάθε κουβέντα μαζί τους.

Τον τελευταίο χρόνο με όλες τις απίστευτες αλλαγές που έχουν συμβεί στη ζωή μου διαπίστωσα πως έχω χτίσει το περιβάλλον μου από την αρχή. Τέσσερις φίλες καρδιάς, μια από αυτές αδελφή ψυχή, μια αδελφή για μια ζωή και άλλες δυο  που με συμπληρώνουν. Όλες τόσο διαφορετικές μεταξύ μας.  Η μια, η αδελφή για μια ζωή την ξέρω από φοιτήτρια, η άλλη αδελφή ψυχή είναι σαν να την ξέρω και από άλλη ζωή μη σου πω και ας μετράμε μήνες. .Οι άλλες σχετικά πρόσφατες. Οι δεσμοί που μας συνδέουν είναι τόσο δυνατοί που ώρες ώρες νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω αυτή την ανώτερη δύναμη όπως και αν λέγεται που τις έφερε στη ζωή μου. Νιώθω τόσο μεγάλη ευλογία που έχω πάρα πολύ καιρό να αισθανθώ άγχος,πίεση , νεύρα. Αδιανόητο για εμένα. Βρισκόμαστε σχεδόν καθημερινά και όταν δεν είμαστε μαζί είμαστε συνέχεια στα μηνύματα και στα τηλέφωνα.. Το σπίτι μου έχει γίνει και σπίτι τους, ο σκύλος μου και σκύλος τους, οι χαρές μου χαρές τους και τα γέλια μας κοινά. Όλες έχουν θέματα και προβλήματα. Όπως και εγώ. Επίσης όλες τους έχουν τόσο καθαρή ψυχή που κάθε τι που μας απασχολεί είναι ένα βάρος που φεύγει γρήγορα από πάνω μας. Είχα ξεχάσει πως είναι να γελάω καθημερινά με την ψυχή μου. Να μην πρέπει να ανέχομαι ανθρώπους που σου ρουφούν την ενέργεια και σου μιλούν μόνο για προβλήματα. Ανθρώπους μίζερους.
  Είμαστε τέσσερις γυναίκες που η κάθε μια έχει φορέσει τα παπούτσια της άλλης, δεν έχει κρίνει ποτέ τις επιλογές της ή τον τρόπο ζωή της. Είμαστε τέσσερις γυναίκες που δεν ζήλεψε ποτέ η μια την άλλη. Τέσσερις ολοκληρωμένες γυναίκες που η ηλικία μας έχει για τις 3 το 4 μπροστά και για την μια το 5 , δεν έχουμε παιδιά οι τρεις και η μια που έχει είναι μεγάλη κοπέλα πια, και χαιρόμαστε την κάθε στιγμή χωρίς να σκεφτόμαστε υποχρεώσεις. Δεν υπάρχει «πρέπει» μεταξύ μας , αλλά μόνο «θέλω» . Τα θέλω μας δε, είναι τόσα πολλά που ποτέ μα ποτέ δεν μας φτάνει ο χρόνος. Πάντα θέλουμε κι άλλο , πάντα κανονίζουμε την επόμενη συνάντηση.  Μοιραζόμαστε τις ζωές μας με τέτοιο τρόπο που κάθε τι που μας αρέσει φροντίζουμε να το πάρουμε και για την άλλη. Ότι όμορφο βλέπουμε θέλουμε να το έχουμε όλες και να το βλέπουμε όλες.  Τα παπούτσια μας έχουν το ίδιο νούμερο και τις ίδιες αντοχές. Και όταν μας στενεύουν και κάνουν πληγές τα πόδια από την πορεία, δεν βαρυγκωμάει καμιά. Γλύφουμε τις πληγές και αγαπάμε τα σημάδια μας. Είναι σημάδια ζόρικα, αντρίκεια, τίμια. Που τα έχουμε όλες μας. Λιλάκι μου, Σαμπίνα μου,ταλαιπωρημένο μου μουρλοκομείο,  Έφη ψυχή μου και άγκυρα μου και τέλος Σοφία καθημερινό μου σιρόπι να ξέρετε πως  πέρα από καλύτερο άνθρωπο που με έχετε κάνει είστε ότι καλύτερο στη ζωή μου. Το τζάκ ποτ που έλεγα δεν θα πιάσω ποτέ. Δεν ξέρω τι έχω κάνει να σας αξίζω. Ελπίζω μόνο να μην έχει γίνει κάποιο λάθος από τη μοίρα.

ΥΓ(μεγάλο).  Τον τελευταίο χρόνο επίσης γνώρισα, μεταξύ άλλων, και δυο άντρες που η φήμη τους προηγείτο της επαφής μας. Η ασπρομαυρη αρρώστια μου τους έφερε με κάποιον τρόπο στον δρόμο μου. Ηταν πολλά αυτά που συνόδευαν το όνομα τους και εντελώς αντιφατικά. Ναι μεν αλλά. Και όλα τα είχα ακούσει απο "αδέλφια" . Γνωρίστηκα και με τους δυο. Ήπιαμε, μιλήσαμε , γελάσαμε, συζητήσαμε τις ζωές μας . Και κρατάμε επαφή αν και μας χωρίζουν χιλιόμετρα και μίλια. Και για τους δυο το μόνο που έχω να πω είναι οτι οι μπότες που φορούν έχουν τόσο βάρος απο τα χιλιόμετρα που έχουν γράψει που τα "αδέλφια" δεν θα μπορούσαν να κάνουν ούτε βήμα μέσα σε αυτές. Σας εκτιμώ απεριόριστα. 




4.5.19

Μην είστε τρόμπες ρε...


Σοβαρά τώρα; «έχεις αναστατώσει τους 20 πόντους μου;»
 Μ αυτή την ατάκα περιμένετε να πηδήξετε; Και έτσι όπως την έγραψα εγώ είναι και ορθογραφημένη. Στην δική σου περίπτωση μόνο το 20 δεν είχε λάθη. 
Υπάρχουν γυναίκες που τσιμπάνε; Και σας κάθονται; Σοβαρά τώρα. 
Βλέπεις μια γκόμενα η οποία είναι ας πούμε…χύμα. Δεν το παίζει θεούσα γιατί δεν είναι, δεν βγάζει σοβαροφάνεια γιατί δεν την ενδιαφέρει, αυτοσαρκάζεται γιατί έτσι γουστάρει και γράφει ότι μαλακία της καβλώσει γιατί αδιαφορεί αν θα την χαρακτηρίσουν αρνητικά. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα λιγουρευτεί τους 20 πόντους σου; Αυτό πιστεύεις πως της λείπει; Άκου να σου πως λοιπόν για να μαθαίνεις. Η τουλάχιστον να μάθεις ότι υπάρχει και μια άλλη κατηγορία γυναικών που όταν ακούει ή διαβάζει τέτοιες μαλακίες απλά γελάει και σε κράζει. Και σε δεύτερη φάση βλέπει τη ζωή της να την περνά μόνη της . Με σκύλο. Γιατί σίγουρα θα είναι πιο ενδιαφέρουσα από το να έχει έναν τρόμπα σαν και του λόγου σου να μπερδεύεται στα πόδια της.
 Ρε μαλάκες δεν γίνεται να υπάρχουν τόσες πολλές γυναίκες που δεν έχουν σύντροφο. Κάτι κάνετε πολύ λάθος. Να χέσω τα μούσια σας και τους κοιλιακούς σας. Το πάνω κεφάλι το έχετε αντιληφθεί ως όργανο;. Που λειτουργεί εννοώ. Βάλτε το γαμημένο να δουλέψει και λίγο. Το κάτω το έχετε κάψει.
 Μια γυναίκα, στοιχειωδώς έξυπνη, δεν μιλάμε για διάνοια, που είναι ανεξάρτητη οικονομικά και στηρίζεται στα πόδια της, χρειάζεται έναν άντρα να στέκεται δίπλα της. Να την κάνει να γελάει και να μην της βγάζει την ψυχή με τα κόμπλεξ του. Το σεξ είναι η συνέχεια όλων αυτών. Αν δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, γιατί να φορτωθεί έναν τρόμπα; 
Με 300ευρουλάκια  έχει έναν Lelo που βασικά δεν μιλάει για να ακούει όλες αυτές τις παπαριές που έχετε κάνει κασέτα, δεν ξενοπηδάει και δεν την κάνει ρόμπα στον περίγυρό της. Μαγικό; Μην ξεφτιλίζεστε και μην ξεφτιλίζετε το φύλο σας. 
Και κάτι τελευταίο. Πάρτε μια μεζούρα και μετρήστε για να δείτε πόσο ακριβώς είναι οι 20 πόντοι.

15.1.19

Αν μου τηλεφωνούσες...





  Τα τελευταία 8 χρόνια κάθε πρωί κοιτάω το ρολόι μου ακριβώς στις 10 το πρωί. Τα τελευταία 8 χρόνια περιμένω ακριβώς στις 10 το πρωί και ενώ ετοιμάζομαι να μπω στο μπάνιο για να βαφτώ και να φύγω, να χτυπήσει το τηλέφωνο και να ακούσω αυτή την τόσο οικεία, γεμάτη συναισθήματα φωνή να μου λέει "μαναράκι μου πως είσαι σήμερα; κοιμήθηκες καλά;" Και εγώ να απαντάω κάθε φορά "καλημέρα μπαμπά, ετοιμάζομαι να φύγω για δουλειά". 
Αυτό ήταν αρκετό για αυτόν. Μια φράση του έφτανε για να μείνει ήσυχος μέχρι το επόμενο πρωί που θα ξανακάναμε ακριβώς τον ίδιο διάλογο. 
Με καλούσε και κατά τη διάρκεια της ημέρας αν υπήρχε σοβαρός λόγος, γιατί δεν ήθελε να με ενοχλεί στη δουλειά μου ή στην ησυχία μου, αλλά αυτά ήταν διαφορετικά. Το πρωϊνό ήταν το στανταράκι μας, το δικό μας! 
Είναι αυτό το τηλέφωνο που ενώ ξέρω πως δεν θα χτυπήσει ξανά , δεν πρόκειται να το αποδεχτώ ποτέ.  Αυτό μου λείπει περισσότερο από τον πατέρα μου. 
Δεν τον έβλεπα συχνά, έμενε μιάμιση ώρα δρόμο μακριά.  Σιγά την απόσταση θα μου πεις. Ναι τώρα το ίδιο λέω και εγώ. Μιάμιση ώρα μπορείς να φας μες το αμάξι καθημερινά για να πας στη δουλειά. Και την τρως. Αλλά αυτό δεν το υπολογίζεις γιατί είναι η δουλειά και δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Για τον πατέρα σου, ήταν θέμα. Μπορεί να περνούσαν και 6 μήνες να τον δω . Και πάντα χωρίς να το ξέρει. Όχι γιατί ήθελα να του κάνω έκπληξη, αλλά γιατί φεύγοντας από τη δουλειά μπορεί να ήμουν σαλταρισμένη, πικραμένη, απογοητευμένη, κουρασμένη και είχα ανάγκη να δω αυτό το βλέμμα. Αυτό το μπλε λαμπερό βλέμμα που είχε όταν πήγαινα δίπλα του στο καφενείο την ώρα που έπαιζε πόκα και ενώ όλοι οι φίλοι του με είχαν δει να μπαίνω, δεν μιλούσαν γιατί ήθελαν να δουν την αντίδρασή του όταν έφτανα δίπλα του .Tον ακουμπούσα στον ώμο και του έλεγα "μπαμπά;"
Και τότε σήκωνε το κεφάλι και αμέσως τα μπλε μάτια του αποκτούσαν τόση λάμψη που με τύλιγαν σαν ήρεμη θάλασσα. 
"Σε βλέπει και κατουριέται" μου έλεγε πάντα ο πρώην λυκειάρχης μου, ένας από την τριάδα των κολλητών του. Και αυτός συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του. Και όταν επιτέλους ήταν σίγουρος ότι ήμουν εκεί, παράταγε την πόκα έπαιρνε το μπουφάν  του, με έπιανε από το μπράτσο και φεύγαμε για το σπίτι. 
Τις περισσότερες φορές τολμούσε να μου πει με χαμηλωμένη φωνή για να μην αρπαχτώ "κοντέψαμε να ξεχάσουμε πως είσαι ρε μανάρι μου" για να πάρει πάντα αυτή τη γαμημένη απάντηση, πνίγομαι ρε μπαμπά, τρέχω και δεν φτάνω.
Τα δυο τελευταία χρόνια είχε πέσει πολύ, τα προβλήματα με την καρδιά του που κουβαλούσε από τότε που εγώ ήμουν 8 χρονών τον είχαν εξαντλήσει. Είχε πάρει την κάτω βόλτα. Θυμάμαι καθόμουν πλάι του ένα από αυτά τα βράδια στο τραπέζι της κουζίνας και μιλούσαμε για την αρρώστια του, τον Παναθηναϊκό, όταν τον κοίταξα και σκέφτηκα για πρώτη φορά ότι φαίνεται γερασμένος. Ο μπαμπάς μου που δεν πίστευα ότι θα γεράσει ποτέ. Τα μαλλιά του παρέμεναν πάντα καστανά και στη θέση τους, το βάρος του πάντα το ίδιο, η φωνή του καθαρή και γλυκιά, τα μάτια του ολοζώντανα εκφραστικά, αλλά υπήρχε κάτι διαφορετικό πάνω του. Μου φαινόταν πως κάποιες ρυτίδες είχαν σκάψει το υπέροχο πρόσωπο του. Είχε πάνω του κάτι διαφορετικό. 
Είσαι καλά μπαμπά; τον ρώτησα αφήνοντας στη μέση τη κουβέντα για τον Σισέ που έκανε όργια στον Παναθηναϊκό.
" Ε, καλά είμαι ρε μανάρι μου. Απλά κουράζομαι εύκολα. Θέλω να πάω να καθαρίσω αυτές τις ελιές σου στο Δήλεσι που τα αγριόχορτα τις έχουν πνίξει, αλλά δεν μπορώ"
Να μην πας μπαμπά, στάχτη να γίνουν. Πρέπει να προσέχεις του απάντησα, δεν είσαι πλέον μικρός, να δουλεύεις όλη μέρα και μετά να τρέχεις και σε ελιές αμπέλια χωράφια και δεν ξέρω εγώ τι άλλο. 
Εδώ εγώ που είμαι όλη μέρα στο ραδιόφωνο και σίγουρα δεν σκάβω, όταν γυρνάω σπίτι δεν έχω κουράγιο να βγάλω παπούτσια μου και έχω τα μισά σου χρόνια.
"Εσύ να προσέχεις, κουράζεσαι πολύ. Και τώρα είσαι νέα, θα τα πληρώσεις αργότερα" μου είπε...
Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν όταν γεννήθηκε ο Τάσος. Παιδί του αδελφού μου. Το εγγόνι του που θα έπαιρνε και το όνομά του. Αν και τον έλεγε Τζιμπρίλ. Ήταν πολύ χαρούμενος, τα μάτια του έλαμπαν όταν του είπα πως εύχομαι να μην του πάρει μόνο το όνομα αλλά και τα μάτια του. "Τυχερός να είναι και να γίνει καλός άνθρωπος" μου είχε πει με τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του. Ήταν χαρούμενος, πολύ χαρούμενος, όταν με κοίταζε όμως η ψυχή του μου έλεγε, "θα ήθελα και εσένα να δω με ένα παιδί". Δεν το είδε ποτέ και ούτε με ενόχλησε ποτέ με αυτό το θέμα, παρόλη του την λαχτάρα.  
Τον μικρό τον πρόλαβε ένα χρόνο. Σε αυτό τον ένα χρόνο, ζήσαμε απίστευτες στιγμές. Ο Tάσος junior, ήταν ο κλώνος του. Τα ίδια υπέροχα γαλάζια μάτια, τα ίδια νεύρα, η ίδια γλύκα όταν με έβλεπε. Πήγαινα αρκετά συχνά πλέον. Τουλάχιστον μια φορά στις δυο εβδομάδες. Δεν πήγαινα  στο καφενείο, αλλά κατευθείαν στο σπίτι και τον έβρισκα να κάθεται κάτω στο χαλί και να παίζει με τον μπέμπη. Και όταν άνοιγε η πόρτα και με έβλεπαν στη σκάλα, ήταν δυο μωρά καθισμένα στο πάτωμα το ένα 6 μηνών και το άλλο 70 χρονών. Ιδιά όμως ρε φίλε. Ίδια σε όλα. Το χαμόγελό τους ακόμα και ο τρόπος που ακουμπούσαν την παλάμη για να στηριχτούν στο πάτωμα, ο τρόπος που με κοιτούσαν, το λίγο πονηρό χαμόγελο όταν τους είπα "επ, σας έπιασα. Τι κάνετε βρε ρεμάλια τις κοινωνίας στο πάτωμα;" γέλαγε ο μπαμπάς, γελούσε και ο μπέμπης. Έλιωνα εγώ. Όταν δε, του είπα ότι θα τον βαπτίσω εγώ εκεί να δεις χαρά και ανακούφιση. Θα είχα το παιδί που δεν έκανα. 
Τον Τάσο τον βαπτίσαμε σχεδόν 8 μηνών με 40 πυρετό την ημέρα της γιορτής μου. Οι γιατροί είχαν πει στον αδελφό μου, πως ο μπαμπάς είχε από 3 έως 6 μήνες ζωής γιατί πλέον τα φάρμακα δεν λειτουργούσαν. Η καρδιά του "είχε γίνει σαν πατάτα" ήταν η χαρακτηριστική έκφραση που μας είχε μεταφέρει ο μικρός μόλις τελείωσε το τραπέζι και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για το σπίτι..
Γι’ αυτό, μας εξήγησε και την βιασύνη να γίνει η βάπτιση όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να μουδιάζουν τα πόδια μου. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια αυτό. Τι 6 μήνες μου λέει τώρα σκεφτόμουν στο αμάξι;. Έξι μήνες είναι πολύ λίγοι. Και μετά τι; Δεν θα προλάβει να δει τον Τάσο να μεγαλώνει; Να μιλάει, να περπατάει, να πει παππού να τον πάει στις κούνιες, αν και ικανό τον είχα να τον σύρει σε κάνα γήπεδο με το ριλάξ και να μας πουν στις ειδήσεις. Δεν το δεχόμουν. δεν θα γινόταν έτσι. Είχε πολλούς λόγους να ζήσει. Και πείσμα είχε και ήμουν σίγουρη πως θα τα καταφέρει. Το πιο σημαντικό όμως ήταν πως εμένα δεν μπορούσε να με αφήσει μόνη. Τι θα έκανα εγώ  χωρίς αυτόν;
Οι εισαγωγές στα νοσοκομεία ήταν πολύ συχνό φαινόμενο τα τελευταία χρόνια. Στη αρχή πιο αραιά, με τον καιρό όμως οι επισκέψεις πύκνωναν και κάθε φορά με κάτι καινούριο. Οι παρενέργειες από τα φάρμακα δημιουργούσαν κάθε φορά μια καινούρια βλάβη σε κάποιο ζωτικό όργανο. 
Είχε γίνει συνήθεια να με παίρνει ο αδελφός μου τηλέφωνο και να ακούω ερχόμαστε στο νοσοκομείο γιατί ο μπαμπάς πάλι δεν είναι καλά. Πάντα ήμουν στην δουλειά. Μόνο μια φορά με είχε πετύχει σπίτι αργά. Κάθε φορά που ήμουν στο ραδιόφωνο πήγαινα στον τεχνικό προϊστάμενο και του ζητούσα άλλο ένα τραντζιστοράκι. Πρέπει να είχα πάρει περισσότερα από 6-7 μέσα σε ένα χρόνο.  Ένιωθα άσχημα όταν έλεγα στον Σωτήρη, ρε φίλε έρχεται ο πατέρας μου πάλι νοσοκομείο , να του πάω πάλι ένα ραδιοφωνάκι; και φυσικά ο Σωτήρης το είχε ήδη έτοιμο χωρίς περιττές κουβέντες. Όταν έμπαινε ο μπαμπάς στο νοσοκομείο τερματίζαμε όλοι. Εκτός από τον ίδιο. Πάντα τον έβλεπα χαρούμενο, γιατί ήξερε πως θα πηγαίνω κάθε πρωί πριν τη δουλειά να του πάω την Πράσινη, όταν θα είμαι στην δουλειά θα με ακούει να λέω δελτία και στην εκπομπή, κάτι που δεν είχε την δυνατότητα να κάνει στο σπίτι μας που δεν έφτανε ο σταθμός και θα με βλέπει και το βράδυ μόλις τελείωνα την δουλειά που θα ξαναπερνούσα για καληνύχτα. Αδιαφορούσε για τα τρυπήματα από τις βελόνες και τους ορούς, παρόλο που τα χέρια του ήταν κομμάτια. Το έβρισκα με το ραδιοφωνάκι στο αυτί να κοιτά την πόρτα για να με δει να μπαίνω  να χαμογελά και να μου λέει: ήρθες μαναράκι μου;. 
Μια από αυτές τις φορές τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά και τον έβαλαν κατευθείαν εντατική. Μπορούσα να τον δω μόνο για λίγο . Όταν δέχτηκα τηλέφωνο από μια νοσηλεύτρια και μου είπε "από την εντατική του λαϊκού σας τηλεφωνώ" σταμάτησα να αναπνέω. δεν κατάφερα να πω ούτε "ναι, τι συμβαίνει;' κάτι που προφανώς αντιλήφθηκε αμέσως η γυναίκα και έσπευσε να μου πει χωρίς ανάσα "φέρτε σας παρακαλώ ένα ραδιοφωνάκι στο μπαμπά σας γιατί θέλει να σηκωθεί να φύγει. Δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε με τίποτα. Θέλει να σας ακούει να λέτε ειδήσεις!" εκεί πρέπει να πήρα την πρώτη ανάσα μετά από ώρα και με πήραν και τα ζουμιά.  
Με κοιτούσαν όλοι στο γραφείο και ήταν μαρμαρωμένοι.  Πρέπει να ήμουν ακόμη άσπρη. Μόλις είπα "ναι φυσικά πείτε του ότι θα του φέρω εγώ σε λίγο. Ναι βεβαίως θα βρω και ακουστικά. Δεν θα ενοχλεί, μην ανησυχείτε"  Αυτό πρέπει να ήταν το 5 που του πήγα τότε. Μαζί με κάτι λευκά ακουστικά που βρέθηκαν σε κάποιο συρτάρι συναδέλφου. Δυσκολεύτηκε λίγο στην αρχή μέχρι να συνηθίσει τα επιπλέον καλώδια που μπλέκονταν με τους ορούς και τα καλώδια των λοιπών μηχανημάτων της εντατικής αλλά ήταν ευτυχισμένος.  Και εμένα φυσικά με είχαν μάθει όλοι . Έμπαινα στην καρδιολογική και ένιωθα κάτι σε Στάη, τουλάχιστον... Όταν βγήκε μετά από λίγες ημέρες ο γιατρός του μου είπε " Σκυλί ο Τασούλης, την γλίτωσε πολύ φθηνά." Έτσι είναι ο μπαμπάς μου, του είχα απαντήσει. δεν τα παρατάει ποτέ. Αυτό έγινε Νοέμβρη. 
Χριστούγεννα κάναμε όλοι μαζί -δεν ξέραμε αν θα είχαμε την δυνατότητα να είμαστε και του χρόνου όλοι μας-και ήταν ότι πιο όμορφο και ζεστό είχα να θυμάμαι. Και ο μικρός που είχε αρχίζει να ξεπετάγεται μας είχε χαζέψει. 
Λίγες ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά  ξαναμπήκε στο νοσοκομείο. Όχι εντατική αλλά σε δωμάτιο. Η μητέρα μου ήταν μαζί του όλες τις ημέρες. Πλησίαζαν τα πρώτα γενέθλια του μικρού. 
Εγώ σταθερά πρωί βράδυ και ο σταθμός μετρούσε άλλο ένα ραδιοφωνάκι λιγότερο.  Όταν ρωτούσα τον γιατρό του πότε θα βγαίναμε δεν μου απαντούσε συγκεκριμένα. Θέλω λίγο να τον δω ρε Ρούλα, θα του ξαναβάλω το χόλντερ για άλλα δυο εικοσιτετράωρα και σταδιακά θα του βγάλω και τον καθετήρα. 
Μπαμπά , θα μείνεις λίγες μέρες ακόμα μου είπε ο Αλέξανδρος για να σταθεροποιηθείς. Δεν θέλει να ρισκάρει να σε βγάλει αν δεν είσαι τελείως καλά. 
"Αυτός ξέρει μανάρι μου, ότι πει. Απλά κουράστηκα, είμαι σχεδόν μισό μήνα μέσα" μου απάντησε γέρνοντας το κεφάλι με σκοτεινιασμένο πρόσωπο. "Θα βγεις μπαμπά, για 3-4 μέρες ακόμα μιλάμε, άντεξες τόσες κάνε λίγο υπομονή ακόμα" του απάντησα επίσης με σκοτεινιασμένο πρόσωπο.  Πρέπει να ήταν Τετάρτη ή Πέμπτη που έγινε αυτή η κουβέντα. Τα γενέθλια του μικρού έπεφταν Σάββατο. Ο μπαμπάς επέμεινε να τα κάνουμε στην ώρα τους ακόμα και αν αυτός δεν θα ήταν εκεί. "Είναι τα πρώτα γενέθλια του παιδιού. Θα τα κάνετε στην ώρα τους" δήλωσε χωρίς να σηκώνει κουβέντα. Την τούρτα θα την έφτιαχνα εγώ.  Το ήθελα πολύ. Και την έφτιαξα. Ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Γιατί δεν μπορεί αυτό το παιδί να μην αγαπούσε το ποδόσφαιρο. Την Παρασκευή ο γιατρός μου είπε πως θα του έδινε εξιτήριο την Κυριακή. Χάρηκε πολύ όταν του το είπα, αλλά επέμεινε να κάνουμε τα γενέθλια το Σάββατο και να μην τα μεταφέρουμε για την Κυριακή. Το δέχτηκα και του υποσχέθηκα να κόψουμε και δεύτερη τούρτα την Κυριακή μεταξύ μας .Του άρεσε.  
Έγινε όπως ήθελε. Σάββατο βράδυ ο Τάσος junior έσβησε το πρώτο του κεράκι και όλοι ήμαστε χαρούμενοι γιατί αύριο θα είχαμε επιτέλους και τους παππούδες στο σπίτι μετά από 20 σχεδόν μέρες. 
Κυριακή πρωί πρωί πήγα στο νοσοκομείο να τους πάρω. Ήταν και οι δυο έτοιμοι και με περίμεναν.  Ο μπαμπάς καθιστός στο κρεβάτι με την πράσινη στο χέρι και η μαμά δίπλα του. Μόλις με είδε να μπαίνω φωτίστηκε ολόκληρος. Μέχρι να περάσει ο γιατρός του να μας δώσει το εξιτήριο, ξεκίνησα να τους δείχνω φωτογραφίες από τα γενέθλια. Σχολίασε πως ο μικρός μεγάλωσε πολύ για να του απαντήσω, ναι σιγά ρε μπαμπά θα τον πάρουν φαντάρο σε λίγο και να βάλει τα γέλια κρατώντας μου σφιχτά το χέρι.  
Ήρθε ο γιατρός και μας βρήκε όλους χαρούμενους να χαζολογάμε. 'Γιατρέ είμαι έτοιμος" του λέει πριν προλάβει να πει καλημέρα ο Αλέξανδρος. 
"Τασούλη , εγώ λέω να φύγεις αύριο. Βγάλαμε σήμερα τον καθετήρα. Μείνε και σήμερα να δούμε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και αύριο το πρωί θα βγεις στο υπόσχομαι. Δεν μπορώ να ρισκάρω να σε διώξω και να μην μπορείς να πας τουαλέτα μόνος σου".
Αυτό ήταν από τα μεγαλύτερα χαστούκια που έχει φάει πιστεύω. Τον είδα να μαζεύεται στο κρεβάτι και να δακρύζει ενώ δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. 
Προσπάθησα να τον ηρεμήσω. Μπαμπά, έχει δίκιο ο Αλέξανδρος, είσαι σχεδόν 20 μέρες με καθετήρα, σκέψου να πάμε σπίτι και να μην μπορείς να πας τουαλέτα. Δεν μίλησε απλά κούνησε το κεφάλι. 
"Εγώ θα πάω για δουλειά και θα τα πούμε το βράδυ. Έλα έχει και αγώνες σήμερα, θα ακούσεις τον Παναθηναϊκό , εγώ θα κάνω παραγωγή και δελτία άρα θα είμαι συνέχεια στα αυτιά σου. Θα περάσει η μέρα χωρίς να το καταλάβεις και αύριο πρωί θα έρθω πάλι να σας πάω σπίτι" του έλεγα ενώ του χάιδευα τα μαλλιά. Κούνησε πάλι το κεφάλι αλλά δεν χαμογελούσε. Του ζητούσα πράγματα που ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. 
Μπήκα να μπω το πρώτο δελτίο στις 7, στο ημίχρονο των αγώνων. Τελείωσα από τον αέρα 7 και 12 και αμέσως μόλις κάθισα στο γραφείο χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν η θεία μου, που φαντάστηκα πως πήρε να μάθει νέα του μπαμπά. Μου είπε πως ο μπαμπάς ξαναμπήκε εντατική και η μαμά μου από την ταραχή της δεν θυμόταν το τηλέφωνό μου αλλά πήρε αυτήν. Έκλεισα το τηλέφωνο και έφυγα τρέχοντας για το Λαϊκό. Δεν ήταν σαν τις άλλες φορές. Ένιωθα πολύ διαφορετικά. Μπήκα στο δωμάτιο και βρήκα μόνο τη μαμά μου. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Με κοίταξε και μου είπε πως ο μπαμπάς τελείωσε. Τελείωσε, αμέσως μόλις τελείωσε και το δελτίο μου. Άκουσε το όνομά μου στην αποφώνηση, σηκώθηκε να πάει τουαλέτα και εκεί έπαθε ανακοπή. Δεν κατάφεραν να τον επαναφέρουν.

Η ζωή μου άλλαξε από αυτή τη στιγμή. Ένα κομμάτι μου έφυγε μαζί του. Το καλύτερο μου. Έφυγε ο άντρας που μου έδωσε ζωή, που με θαύμαζε για όλη μου τη ζωή όσο κανείς άλλος και που η περηφάνεια του για εμένα ξεχείλιζε. Αυτός που με έσφιγγε στην αγκαλιά του και έλαμπε όταν με έβλεπε. Έφυγε και με άφησε άδεια.  Απ την άλλη φρόντισε να μοίρα να μου στείλει τον μπαμπά μου σε νέα βελτιωμένη έκδοση. Ο μικρός που πλέον μπαίνει στα 9  δεν του έχει αφήσει απολύτως τίποτα. Πέρα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που είναι φωτοτυπία, πήρε και όλα τα υπόλοιπα. Ίδιο περπάτημα, ίδιο χιούμορ, ίδια χούγια, απολύτως ίδιες ευαισθησίες, δυο ίδιες απίστευτες προσωπικότητες.

 Έναν χρόνο μου έδωσε να τους ζήσω και τους δυο μαζί.  Φρόντισε μέχρι και να τους γιορτάζω και τους δυο μαζί. Να φτιάχνω ταυτόχρονα τούρτα και κόλλυβα. Το μόνο που διαφέρει , είναι η ομάδα. Τον μικρό τον πήρα μαζί μου. Δεν θα το επέτρεπε ποτέ αν ζούσε. Τι περίεργα παιχνίδια που μας παίζει η ζωή...

Ακούω:



10.1.19

Γιατί η ευτυχία βρίσκεται μέσα μας.

Έχεις αισθανθεί ποτέ το μυαλό σου άδειο από σκέψεις, πρόσωπα και γεγονότα; Απαλλαγμένο από τύψεις, αρνητικά συναισθήματα κι αμφιβολίες; 
Κενό από πρόσωπα που στοιχειώνουν τα βράδια σου κι αναπάντητα ερωτήματα που ζητούν επίμονα να απαντηθούν; 
Έχεις νιώσει άραγε την πραγματική ευτυχία; Ευτυχία; Δύσκολη έννοια να οριστεί! Άνθρωπος; Ακόμα πιο δύσκολη. Ανθρώπινες σχέσεις; Αυτό κι αν σηκώνει ανάλυση! 
Σε όποια παρέα κι αν σταθείς, σε καμία δε θα συναντήσεις άτομα που να βρίσκονται στην ίδια φάση. Σε παρόμοια συναισθηματική γαλήνη ή αναταραχή. 
Κάποιοι θα έχουν μπει στη ζώνη του λυκόφωτος και θα είναι στις μαύρες τους, διότι το μέχρι πρότινος άλλο τους μισό δεν υπάρχει πια στη ζωή τους.
 Οι υπόλοιποι θα έχουν δαγκώσει ξανά τη λαμαρίνα, θα κάνουν σχέδια και θα αναζητούν συμβουλές για το πώς να προσεγγίσουν το θήραμά τους. Θα γεμίζουν τις συζητήσεις μέλια απ’ τα πρώτα τους ραντεβού κι η υπόλοιπη παρέα θα τρέχει να τα μαζεύει. 
Κι εκεί που οι μεν κι οι δε θα ψάχνουν τις ισορροπίες στις κοινές εξόδους της παρέας, με τους πρώτους να θέλουν να τα σπάσουν ακούγοντας καψουροτράγουδα και τους δεύτερους να προσπαθούν να ρίξουν στα δίχτυα τους το νέο πρόσωπο στο κλαμπ που δουλεύει, θα ξεπετάγονται κι εκείνοι οι τύποι, οι ήσυχοι κι αμίλητοι για τους πολλούς, οι –για μένα– πραγματικά ευτυχισμένοι! 
Είναι αυτοί που δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες ανθρώπων. Τα ψυχάκια εκείνα που, σαν από μηχανής θεοί, δίνουν τη λύση σε κάθε πρόβλημα, προσπαθώντας να σηκώσουν απ’ τα πατώματα κάποιους και να συνεφέρουν στα συγκαλά τους τους υπόλοιπους, που η αφασία κι ο έρωτας τους έχει χτυπήσει κατακέφαλα. 
Χωρίς να τους απασχολεί τίποτα και κανένας, βιώνοντας ίσως την καλύτερη φάση της ζωής τους, έχουν μάθει να μετρούν αλλιώς την ευτυχία και να ζυγιάζουν διαφορετικά τις καταστάσεις. 
Γιατί η απόλυτη ευτυχία γι’ αυτούς είναι να ακούς τα αγαπημένα σου τραγούδια χωρίς να φωνάζουν κανένα πρόσωπο, στιγμή ή συναίσθημα. Δίχως να σου θυμίζουν άσχημες καταστάσεις ή κρυφά απωθημένα που δείλιασες να διεκδικήσεις. 
Να κοιμάσαι ήρεμος τα βράδια, αγκαλιά με τους νέους σου στόχους και την αισιοδοξία για το αύριο κι όχι με ένα μπουκάλι βότκα, το τασάκι στο δεξί χέρι και μπερδεμένες καταστάσεις στο αριστερό.
 Έχουν επεξεργαστεί μέσα τους κάθε μικρό ψήγμα που δεν τους άφηνε να ηρεμήσουν τις νύχτες κι έχουν απαλλαχθεί από κάθε πρόσωπο που έμεινε, που έφυγε από επιλογή ή που απομάκρυναν οι ίδιοι με τον τρόπο τους. 
Είναι ελεύθεροι να ρουφήξουν τη ζωή, να ευχαριστηθούν κάθε στιγμή, να βγουν για την πάρτη τους και μόνο,  χωρίς να νοιάζονται αν θα πέσουν τυχαία σε δυο μάτια πάνω ή αν θα γυρίσουν πάλι μόνοι τους σπίτι. Είναι καθαρά επιλογή τους.
 Είναι αυτή η ομορφιά του να μη σε απασχολεί τίποτα και κανένας. Σεβασμός στον εαυτό σου και τα δικά σου «θέλω», η ψυχική σου ηρεμία στα ύψη κι η προσωπική σου γαλήνη πρωταγωνιστής. Δε σε νοιάζει τι θα φορέσεις για να αρέσεις στους άλλους, το κάνεις απλά για τον εαυτό σου. Δε σε απασχολεί σε ποιο μαγαζί θα βγεις, αρκείσαι στην καλή παρέα και στο άφθονο ποτό. Δε γίνεσαι stalker στο facebook ή το instagram πρώην, ούτε εξιδανικεύεις πια καταστάσεις και πρόσωπα.
 Απ’ την άλλη, όπου ακούς απωθημένα, τρέχεις να βρεις την έξοδο κινδύνου. Αγνοείς τις συζητήσεις των φίλων όταν σε ρωτούν γιατί δεν παίζει τίποτα αυτόν τον καιρό. 
Γιατί, φιλαράκι, διανύεις την πιο ήρεμη φάση της ζωής σου και δε θέλεις τίποτα και κανένας να στο χαλάσει. Φυσικά δε βρέθηκες απ’ τη μία στιγμή στην άλλη σ’ αυτήν.
 Πέρασες από σαράντα κύματα για να τα καταφέρεις. Βίωσες χωρισμούς που σε έκαναν να χάσεις τον εαυτό σου, έριξες τα μούτρα σου για ανθρώπους που δεν άξιζαν να τους ρίξεις ούτε ματιά, ενδιαφέρθηκες για άτομα δειλά, που κατείχαν την πρώτη θέση μέσα σου για πολύ καιρό. Και τελικά; Έμαθες. 
Συνειδητοποίησες πως η ζωή είναι μικρή για να αναλώνεσαι με μικρούς ανθρώπους. Πως κανένας δε θα ενδιαφερθεί για σένα περισσότερο απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό και πως οι άνθρωποι, που πάνω τους είχες βρει τόσα κοινά, έκαναν τον μεγαλύτερο κρότο φεύγοντας. Πώς κατέληξες τελικά να μη σ’ απασχολεί τίποτα; Αναρωτήθηκες ποτέ; 
Πώς γίνεται να μη σου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον κάποιο άτομο εδώ και πολύ καιρό; Εσύ που ερωτευόσουν τρεις φορές τη μέρα.




Μπορεί το ερώτημα να μην το έχεις απαντήσει ακόμη, αλλά το μόνο που μπορείς να πεις με σιγουριά είναι ότι το mood σου είναι στα καλύτερά του, η ψυχολογία σου χωρίς σκαμπανεβάσματα κι η επιλογή του να είσαι μόνος ευάλωτη σε νέες διεκδικήσεις.
 Γιατί η ευτυχία βρίσκεται μέσα μας. 
Αν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, θα είσαι έτοιμος να ρισκάρεις και με ένα διαφορετικό από εσένα άτομο. Έχεις αισθανθεί ποτέ το μυαλό σου άδειο από σκέψεις, πρόσωπα και γεγονότα; Απαλλαγμένο από τύψεις, αρνητικά συναισθήματα κι αμφιβολίες; Καιρός να το απολαύσεις!

Μαρία Δουδούμη pillowfights.gr

7.1.19

ΔΥΟ ΨΕΜΜΑΤΑ











Κι αν ρωτήσεις πώς περνάω
θα σου πω δυο ψέματα...



Γιατί σήμερα είναι η μέρα σου και γιατί το λίγο που μου χάρισες το έκανα πολύ...

Γιατί δεν θέλω να ξαναδώ σκοτεινιά στα μάτια σου και γιατί θέλω σαν τρελή να αγαπηθείς την νύχτα που το σκοτάδι θα γλυκάνει και δεν θα φτιάχνει εφιάλτες δυνατούς. Την νύχτα που θα πλαγιάζεις στο κρεβάτι και η απέναντι γωνιά του από χάδια κι από ανάσες θα γεμίζει. Να  αγαπηθείς το πρωινό που θα ημερέψεις από τις πιο άγριες σου μοναξιές. Το πρωινό που θα ξυπνάς με μια λαχτάρα και θα έχει γεύση επιτέλους ο καφές. Να αγαπηθείς, όταν θα είσαι  προτεραιότητα και όχι ανάγκη. Όταν θα είσαι για έναν άνθρωπο η αρχή του και το τέλος κάθε ημέρας. Θα αγαπηθείς σου λέω! Την ώρα που θα τρέμουν μην πονέσεις. Την ώρα που οι πληγές σου θα ματώνουν και θα έχουν την αγάπη για γιατρό τους. Την ώρα που θα ακούσεις “να προσεχείς”, την ώρα που θα ακούσεις “είμαι εδώ”. #karagiozaki_MOU

https://www.awakengr.com/mi-viazesai-tha-agapitheis-otan-den-tha-to-perimeneis/?fbclid=IwAR21jlHa0KNZ0cfH9o168hAxUHBbsSgejzU_DbXqDdp8olppsCbQgVM-S-M

6.1.19

Restart και πάμε από την αρχή

Νέα Χρονιά, νέα μυαλά, νέα θέλω. Μαζί με τον παλιό το χρόνο πέταξα όλα τα βαρίδια που κουβαλούσα.




Έκανα μια επανεκίνηση και έσβησα όλα τα cookies που κρατούσε αποθηκευμένα ο σκληρός. Πάμε για άλλα, νέα, άγνωστα, να ταξιδέψουμε σε μέρη που δεν έχουμε δει, να κάνουμε πράγματα που δεν έχουμε τολμήσει και να γράψουμε νέες ιστορίες.



Τόλμα! η ζωή περνάει και οι στιγμές είναι για να τις ζεις όχι για να τις χάνεις.

ΦΩτο by Avogado 6




11.11.18

Αν αισθάνεσαι μοναξιά όταν είσαι μόνος, έχεις κακή παρέα ...Ζαν-Πωλ Σαρτρ

«Τι θα κάνεις Χριστούγεννα;»,
… να το πάλι το ετήσιο ερώτημα που τα τελευταία χρόνια απλά με κουράζει.
 «Δεν έχω ιδέα, θα είμαι 21 σε μια εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη και σκέφτομαι μήπως καθίσω εκεί μέχρι τις 26» απάντησα αδιάφορα. Μα μόνη σου; Ήρθε το ανάβω λαμπάκια ερώτημα. Ναι ρε , μόνη μου. Γιατί; Είναι μια καλή ευκαιρία να ξεκουραστώ , να κάνω καμιά βόλτα στην πόλη που γουστάρω και να αδειάσει το μυαλό μου. Γιατί αν είμαι Αθήνα τι θα κάνω; Σπίτι θα είμαι μόνη μου. Δεν είναι μέρες αυτές που θα ήθελα να είμαι κάπου αλλού. Είναι οικογενειακές καθαρά. Και από τη στιγμή που οικογένεια δεν έχω, επιλέγω να τις περάσω όπως εγώ θα είμαι καλύτερα.  
Τα γουρλωμένα μάτια πλέον δεν με συγκινούν. Ίσως στην αρχή ένιωθα λίγο αμήχανα αλλά το έχω ξεπεράσει και αυτό. Είναι άλλο πράγμα η μοναξιά από επιλογή και άλλο από ανάγκη. Η δική μου δεν είναι από ανάγκη. Την έχω επιλέξει και μ αρέσει. Και τα έχουμε βρει οι δυο μας. Περνάμε καλά. Ήρεμα. Έχουμε μια αντρίκεια σχέση. Χωρίς άντρα. Δώσαμε έναν όρκο τιμής οι δυο μας πριν καιρό. Και τον τιμούμε. Δεν  θα μπει ανάμεσά μας κανένας που θα θέλει να μας αλλάξει. Κανένας που ψάχνει να βρει οξυγόνο να αναπνεύσει ή στυλοβάτη για να μείνει όρθιος. Είμαστε πολύ καλά έτσι και θα το κρατήσουμε όσο χρειαστεί. Άλλωστε οι γιορτές από τη στιγμή που έφυγαν οι γονείς έπαψαν τελικά να έχουν σημασία. Είναι απλά event.  Μπούχτισα από δαύτα.  Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τις δυο πρωτοχρονιές που πέρασα μόνη μου γιατί αυτό ήθελα ενώ αν με ρωτήσεις τι έκανα πέρσι που Δεν ήμουν μόνη θα πρέπει να το σκεφτώ αρκετά για να σου απαντήσω.

Οι ανάγκες μου δεν είναι μια γαλοπούλα σε ένα τραπέζι με ανθρώπους που δεν είναι στην καρδιά μου.


 Οι ανάγκες μου είναι δυο καθαρά μάτια, μια καθαρή καρδιά και να ξέρω πως χωρίς καμιά αμφιβολία μπορώ να σε εμπιστευτώ. Και ας τρώμε σουβλάκια παραμονή Χριστουγέννων στην μέση του δρόμου. 
 Αν δεν έχω αυτό θα μείνω στο δικό μου. 
Αυτό που με κάνει και νιώθω εγώ.
 Δεν χρειάζεται να παίξω κανέναν ρόλο, δεν χρειάζεται να αποδείξω τίποτα και δεν χρειάζεται να με συμπαθήσει κανείς.  Βρήκα την ισορροπία και ευτυχία μου την μέρα που σταμάτησα να συγκρίνω τον εαυτό μου με οποιονδήποτε άλλο και απλά αποδέχτηκα ότι είμαι περίεργη και ιδιαίτερη όσο δεν παίρνει και κατά κάποιο τρόπο εκτός τόπου και λογικής. Και αυτό είναι που με τυλίγει με μαγεία και με κάνει μοναδική.  Εσύ πόση μαγεία αντέχεις;

Ακούω...