Αυτό ήταν αρκετό για αυτόν. Μια
φράση του έφτανε για να μείνει ήσυχος μέχρι το επόμενο πρωί που θα ξανακάναμε
ακριβώς τον ίδιο διάλογο.
Με καλούσε και κατά τη διάρκεια
της ημέρας αν υπήρχε σοβαρός λόγος, γιατί δεν ήθελε να με ενοχλεί στη δουλειά
μου ή στην ησυχία μου, αλλά αυτά ήταν διαφορετικά. Το πρωϊνό ήταν το στανταράκι
μας, το δικό μας!
Είναι αυτό το τηλέφωνο που ενώ
ξέρω πως δεν θα χτυπήσει ξανά , δεν πρόκειται να το αποδεχτώ ποτέ. Αυτό
μου λείπει περισσότερο από τον πατέρα μου.
Δεν τον έβλεπα συχνά, έμενε
μιάμιση ώρα δρόμο μακριά. Σιγά την απόσταση θα μου πεις. Ναι τώρα το ίδιο
λέω και εγώ. Μιάμιση ώρα μπορείς να φας μες το αμάξι καθημερινά για να πας στη
δουλειά. Και την τρως. Αλλά αυτό δεν το υπολογίζεις γιατί είναι η δουλειά και
δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Για τον πατέρα σου, ήταν θέμα. Μπορεί να
περνούσαν και 6 μήνες να τον δω . Και πάντα χωρίς να το ξέρει. Όχι γιατί ήθελα
να του κάνω έκπληξη, αλλά γιατί φεύγοντας από τη δουλειά μπορεί να ήμουν
σαλταρισμένη, πικραμένη, απογοητευμένη, κουρασμένη και είχα ανάγκη να δω αυτό
το βλέμμα. Αυτό το μπλε λαμπερό βλέμμα που είχε όταν πήγαινα δίπλα του στο
καφενείο την ώρα που έπαιζε πόκα και ενώ όλοι οι φίλοι του με είχαν δει να
μπαίνω, δεν μιλούσαν γιατί ήθελαν να δουν την αντίδρασή του όταν έφτανα
δίπλα του .Tον ακουμπούσα στον ώμο και του έλεγα "μπαμπά;"
Και τότε σήκωνε το κεφάλι και
αμέσως τα μπλε μάτια του αποκτούσαν τόση λάμψη που με τύλιγαν σαν ήρεμη
θάλασσα.
"Σε βλέπει και
κατουριέται" μου έλεγε πάντα ο πρώην λυκειάρχης μου, ένας από την τριάδα
των κολλητών του. Και αυτός συνέχιζε να με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του. Και
όταν επιτέλους ήταν σίγουρος ότι ήμουν εκεί, παράταγε την πόκα έπαιρνε το
μπουφάν του, με έπιανε από το μπράτσο και φεύγαμε για το σπίτι.
Τις περισσότερες φορές τολμούσε
να μου πει με χαμηλωμένη φωνή για να μην αρπαχτώ "κοντέψαμε να ξεχάσουμε
πως είσαι ρε μανάρι μου" για να πάρει πάντα αυτή τη γαμημένη απάντηση,
πνίγομαι ρε μπαμπά, τρέχω και δεν φτάνω.
Τα δυο τελευταία χρόνια είχε
πέσει πολύ, τα προβλήματα με την καρδιά του που κουβαλούσε από τότε που εγώ
ήμουν 8 χρονών τον είχαν εξαντλήσει. Είχε πάρει την κάτω βόλτα. Θυμάμαι
καθόμουν πλάι του ένα από αυτά τα βράδια στο τραπέζι της κουζίνας και μιλούσαμε
για την αρρώστια του, τον Παναθηναϊκό, όταν τον κοίταξα και σκέφτηκα για πρώτη
φορά ότι φαίνεται γερασμένος. Ο μπαμπάς μου που δεν πίστευα ότι θα γεράσει
ποτέ. Τα μαλλιά του παρέμεναν πάντα καστανά και στη θέση τους, το βάρος του
πάντα το ίδιο, η φωνή του καθαρή και γλυκιά, τα μάτια του ολοζώντανα
εκφραστικά, αλλά υπήρχε κάτι διαφορετικό πάνω του. Μου φαινόταν πως κάποιες
ρυτίδες είχαν σκάψει το υπέροχο πρόσωπο του. Είχε πάνω του κάτι
διαφορετικό.
Είσαι καλά μπαμπά; τον ρώτησα αφήνοντας
στη μέση τη κουβέντα για τον Σισέ που έκανε όργια στον Παναθηναϊκό.
" Ε, καλά είμαι ρε μανάρι
μου. Απλά κουράζομαι εύκολα. Θέλω να πάω να καθαρίσω αυτές τις ελιές σου στο
Δήλεσι που τα αγριόχορτα τις έχουν πνίξει, αλλά δεν μπορώ"
Να μην πας μπαμπά, στάχτη να
γίνουν. Πρέπει να προσέχεις του απάντησα, δεν είσαι πλέον μικρός, να δουλεύεις
όλη μέρα και μετά να τρέχεις και σε ελιές αμπέλια χωράφια και δεν ξέρω εγώ τι
άλλο.
Εδώ εγώ που είμαι όλη μέρα στο
ραδιόφωνο και σίγουρα δεν σκάβω, όταν γυρνάω σπίτι δεν έχω κουράγιο να βγάλω
παπούτσια μου και έχω τα μισά σου χρόνια.
"Εσύ να προσέχεις,
κουράζεσαι πολύ. Και τώρα είσαι νέα, θα τα πληρώσεις αργότερα" μου είπε...
Την επόμενη φορά που τον είδα
ήταν όταν γεννήθηκε ο Τάσος. Παιδί του αδελφού μου. Το εγγόνι του που θα
έπαιρνε και το όνομά του. Αν και τον έλεγε Τζιμπρίλ. Ήταν πολύ χαρούμενος, τα μάτια του έλαμπαν όταν του
είπα πως εύχομαι να μην του πάρει μόνο το όνομα αλλά και τα μάτια του. "Τυχερός
να είναι και να γίνει καλός άνθρωπος" μου είχε πει με τα δάκρυα να τρέχουν
από τα μάτια του. Ήταν χαρούμενος, πολύ χαρούμενος, όταν με κοίταζε όμως η ψυχή
του μου έλεγε, "θα ήθελα και εσένα να δω με ένα παιδί". Δεν το είδε
ποτέ και ούτε με ενόχλησε ποτέ με αυτό το θέμα, παρόλη του την λαχτάρα.
Τον μικρό τον πρόλαβε ένα χρόνο.
Σε αυτό τον ένα χρόνο, ζήσαμε απίστευτες στιγμές. Ο Tάσος junior, ήταν ο κλώνος
του. Τα ίδια υπέροχα γαλάζια μάτια, τα ίδια νεύρα, η ίδια γλύκα όταν με έβλεπε.
Πήγαινα αρκετά συχνά πλέον. Τουλάχιστον μια φορά στις δυο εβδομάδες. Δεν
πήγαινα στο καφενείο, αλλά κατευθείαν στο σπίτι και τον έβρισκα να
κάθεται κάτω στο χαλί και να παίζει με τον μπέμπη. Και όταν άνοιγε η πόρτα και
με έβλεπαν στη σκάλα, ήταν δυο μωρά καθισμένα στο πάτωμα το ένα 6 μηνών και το
άλλο 70 χρονών. Ιδιά όμως ρε φίλε. Ίδια σε όλα. Το χαμόγελό τους ακόμα και ο
τρόπος που ακουμπούσαν την παλάμη για να στηριχτούν στο πάτωμα, ο τρόπος που με
κοιτούσαν, το λίγο πονηρό χαμόγελο όταν τους είπα "επ, σας έπιασα. Τι
κάνετε βρε ρεμάλια τις κοινωνίας στο πάτωμα;" γέλαγε ο μπαμπάς, γελούσε
και ο μπέμπης. Έλιωνα εγώ. Όταν δε, του είπα ότι θα τον βαπτίσω εγώ εκεί να
δεις χαρά και ανακούφιση. Θα είχα το παιδί που δεν έκανα.
Τον Τάσο τον βαπτίσαμε σχεδόν 8
μηνών με 40 πυρετό την ημέρα της γιορτής μου. Οι γιατροί είχαν πει στον αδελφό
μου, πως ο μπαμπάς είχε από 3 έως 6 μήνες ζωής γιατί πλέον τα φάρμακα δεν
λειτουργούσαν. Η καρδιά του "είχε γίνει σαν πατάτα" ήταν η
χαρακτηριστική έκφραση που μας είχε μεταφέρει ο μικρός μόλις τελείωσε το
τραπέζι και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για το σπίτι..
Γι’ αυτό, μας εξήγησε και την
βιασύνη να γίνει η βάπτιση όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να
μουδιάζουν τα πόδια μου. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια αυτό. Τι 6 μήνες μου λέει
τώρα σκεφτόμουν στο αμάξι;. Έξι μήνες είναι πολύ λίγοι. Και μετά τι; Δεν θα
προλάβει να δει τον Τάσο να μεγαλώνει; Να μιλάει, να περπατάει, να πει παππού
να τον πάει στις κούνιες, αν και ικανό τον είχα να τον σύρει σε κάνα γήπεδο με
το ριλάξ και να μας πουν στις ειδήσεις. Δεν το δεχόμουν. δεν θα γινόταν έτσι.
Είχε πολλούς λόγους να ζήσει. Και πείσμα είχε και ήμουν σίγουρη πως θα τα
καταφέρει. Το πιο σημαντικό όμως ήταν πως εμένα δεν μπορούσε να με αφήσει μόνη.
Τι θα έκανα εγώ χωρίς αυτόν;
Οι εισαγωγές στα νοσοκομεία ήταν
πολύ συχνό φαινόμενο τα τελευταία χρόνια. Στη αρχή πιο αραιά, με τον καιρό όμως
οι επισκέψεις πύκνωναν και κάθε φορά με κάτι καινούριο. Οι παρενέργειες από τα
φάρμακα δημιουργούσαν κάθε φορά μια καινούρια βλάβη σε κάποιο ζωτικό
όργανο.
Είχε γίνει συνήθεια να με
παίρνει ο αδελφός μου τηλέφωνο και να ακούω ερχόμαστε στο νοσοκομείο γιατί ο
μπαμπάς πάλι δεν είναι καλά. Πάντα ήμουν στην δουλειά. Μόνο μια φορά με είχε
πετύχει σπίτι αργά. Κάθε φορά που ήμουν στο ραδιόφωνο πήγαινα στον τεχνικό προϊστάμενο
και του ζητούσα άλλο ένα τραντζιστοράκι. Πρέπει να είχα πάρει περισσότερα από
6-7 μέσα σε ένα χρόνο. Ένιωθα άσχημα όταν έλεγα στον Σωτήρη, ρε φίλε
έρχεται ο πατέρας μου πάλι νοσοκομείο , να του πάω πάλι ένα ραδιοφωνάκι; και
φυσικά ο Σωτήρης το είχε ήδη έτοιμο χωρίς περιττές κουβέντες. Όταν έμπαινε ο
μπαμπάς στο νοσοκομείο τερματίζαμε όλοι. Εκτός από τον ίδιο. Πάντα τον έβλεπα
χαρούμενο, γιατί ήξερε πως θα πηγαίνω κάθε πρωί πριν τη δουλειά να του πάω την
Πράσινη, όταν θα είμαι στην δουλειά θα με ακούει να λέω δελτία και στην
εκπομπή, κάτι που δεν είχε την δυνατότητα να κάνει στο σπίτι μας που δεν έφτανε
ο σταθμός και θα με βλέπει και το βράδυ μόλις τελείωνα την δουλειά που θα
ξαναπερνούσα για καληνύχτα. Αδιαφορούσε για τα τρυπήματα από τις βελόνες και
τους ορούς, παρόλο που τα χέρια του ήταν κομμάτια. Το έβρισκα με το ραδιοφωνάκι
στο αυτί να κοιτά την πόρτα για να με δει να μπαίνω να χαμογελά και να
μου λέει: ήρθες μαναράκι μου;.
Μια από αυτές τις φορές τα
πράγματα ήταν πιο σοβαρά και τον έβαλαν κατευθείαν εντατική. Μπορούσα να τον δω
μόνο για λίγο . Όταν δέχτηκα τηλέφωνο από μια νοσηλεύτρια και μου είπε "από
την εντατική του λαϊκού σας τηλεφωνώ" σταμάτησα να αναπνέω. δεν κατάφερα
να πω ούτε "ναι, τι συμβαίνει;' κάτι που προφανώς αντιλήφθηκε αμέσως η
γυναίκα και έσπευσε να μου πει χωρίς ανάσα "φέρτε σας παρακαλώ ένα
ραδιοφωνάκι στο μπαμπά σας γιατί θέλει να σηκωθεί να φύγει. Δεν μπορούμε να τον
κρατήσουμε με τίποτα. Θέλει να σας ακούει να λέτε ειδήσεις!" εκεί πρέπει
να πήρα την πρώτη ανάσα μετά από ώρα και με πήραν και τα ζουμιά.
Με
κοιτούσαν όλοι στο γραφείο και ήταν μαρμαρωμένοι. Πρέπει να ήμουν ακόμη
άσπρη. Μόλις είπα "ναι φυσικά πείτε του ότι θα του φέρω εγώ σε λίγο. Ναι
βεβαίως θα βρω και ακουστικά. Δεν θα ενοχλεί, μην ανησυχείτε" Αυτό
πρέπει να ήταν το 5 που του πήγα τότε. Μαζί με κάτι λευκά ακουστικά που
βρέθηκαν σε κάποιο συρτάρι συναδέλφου. Δυσκολεύτηκε λίγο στην αρχή μέχρι να συνηθίσει
τα επιπλέον καλώδια που μπλέκονταν με τους ορούς και τα καλώδια των λοιπών
μηχανημάτων της εντατικής αλλά ήταν ευτυχισμένος. Και εμένα φυσικά με
είχαν μάθει όλοι . Έμπαινα στην καρδιολογική και ένιωθα κάτι σε Στάη,
τουλάχιστον... Όταν βγήκε μετά από λίγες ημέρες ο γιατρός του μου είπε "
Σκυλί ο Τασούλης, την γλίτωσε πολύ φθηνά." Έτσι είναι ο μπαμπάς μου, του
είχα απαντήσει. δεν τα παρατάει ποτέ. Αυτό έγινε Νοέμβρη.
Χριστούγεννα κάναμε όλοι μαζί
-δεν ξέραμε αν θα είχαμε την δυνατότητα να είμαστε και του χρόνου όλοι μας-και
ήταν ότι πιο όμορφο και ζεστό είχα να θυμάμαι. Και ο μικρός που είχε αρχίζει να
ξεπετάγεται μας είχε χαζέψει.
Λίγες ημέρες μετά την
Πρωτοχρονιά ξαναμπήκε στο νοσοκομείο. Όχι εντατική αλλά σε δωμάτιο. Η μητέρα μου ήταν μαζί του όλες τις ημέρες. Πλησίαζαν τα πρώτα γενέθλια του
μικρού.
Εγώ σταθερά πρωί βράδυ και ο
σταθμός μετρούσε άλλο ένα ραδιοφωνάκι λιγότερο. Όταν ρωτούσα τον γιατρό
του πότε θα βγαίναμε δεν μου απαντούσε συγκεκριμένα. Θέλω λίγο να τον δω ρε
Ρούλα, θα του ξαναβάλω το χόλντερ για άλλα δυο εικοσιτετράωρα και σταδιακά θα
του βγάλω και τον καθετήρα.
Μπαμπά , θα μείνεις λίγες μέρες
ακόμα μου είπε ο Αλέξανδρος για να σταθεροποιηθείς. Δεν θέλει να ρισκάρει να σε
βγάλει αν δεν είσαι τελείως καλά.
"Αυτός ξέρει μανάρι μου,
ότι πει. Απλά κουράστηκα, είμαι σχεδόν μισό μήνα μέσα" μου απάντησε γέρνοντας
το κεφάλι με σκοτεινιασμένο πρόσωπο. "Θα βγεις μπαμπά, για 3-4 μέρες ακόμα
μιλάμε, άντεξες τόσες κάνε λίγο υπομονή ακόμα" του απάντησα επίσης με
σκοτεινιασμένο πρόσωπο. Πρέπει να ήταν Τετάρτη ή Πέμπτη που έγινε αυτή η
κουβέντα. Τα γενέθλια του μικρού έπεφταν Σάββατο. Ο μπαμπάς επέμεινε να τα
κάνουμε στην ώρα τους ακόμα και αν αυτός δεν θα ήταν εκεί. "Είναι τα πρώτα
γενέθλια του παιδιού. Θα τα κάνετε στην ώρα τους" δήλωσε χωρίς να σηκώνει
κουβέντα. Την τούρτα θα την έφτιαχνα εγώ. Το ήθελα πολύ. Και την έφτιαξα.
Ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Γιατί δεν μπορεί αυτό το παιδί να μην αγαπούσε το
ποδόσφαιρο. Την Παρασκευή ο γιατρός μου είπε πως θα του έδινε εξιτήριο την
Κυριακή. Χάρηκε πολύ όταν του το είπα, αλλά επέμεινε να κάνουμε τα γενέθλια το
Σάββατο και να μην τα μεταφέρουμε για την Κυριακή. Το δέχτηκα και του
υποσχέθηκα να κόψουμε και δεύτερη τούρτα την Κυριακή μεταξύ μας .Του άρεσε.
Έγινε όπως ήθελε. Σάββατο βράδυ
ο Τάσος junior έσβησε το πρώτο του κεράκι και όλοι ήμαστε χαρούμενοι γιατί
αύριο θα είχαμε επιτέλους και τους παππούδες στο σπίτι μετά από 20 σχεδόν
μέρες.
Κυριακή πρωί πρωί πήγα στο
νοσοκομείο να τους πάρω. Ήταν και οι δυο έτοιμοι και με περίμεναν. Ο
μπαμπάς καθιστός στο κρεβάτι με την πράσινη στο χέρι και η μαμά δίπλα του.
Μόλις με είδε να μπαίνω φωτίστηκε ολόκληρος. Μέχρι να περάσει ο γιατρός του να
μας δώσει το εξιτήριο, ξεκίνησα να τους δείχνω φωτογραφίες από τα γενέθλια. Σχολίασε
πως ο μικρός μεγάλωσε πολύ για να του απαντήσω, ναι σιγά ρε μπαμπά θα τον
πάρουν φαντάρο σε λίγο και να βάλει τα γέλια κρατώντας μου σφιχτά το
χέρι.
Ήρθε ο γιατρός και μας βρήκε
όλους χαρούμενους να χαζολογάμε. 'Γιατρέ είμαι έτοιμος" του λέει πριν
προλάβει να πει καλημέρα ο Αλέξανδρος.
"Τασούλη , εγώ λέω να
φύγεις αύριο. Βγάλαμε σήμερα τον καθετήρα. Μείνε και σήμερα να δούμε ότι δεν
υπάρχει πρόβλημα και αύριο το πρωί θα βγεις στο υπόσχομαι. Δεν μπορώ να ρισκάρω
να σε διώξω και να μην μπορείς να πας τουαλέτα μόνος σου".
Αυτό ήταν από τα μεγαλύτερα
χαστούκια που έχει φάει πιστεύω. Τον είδα να μαζεύεται στο κρεβάτι και να
δακρύζει ενώ δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη.
Προσπάθησα να τον ηρεμήσω.
Μπαμπά, έχει δίκιο ο Αλέξανδρος, είσαι σχεδόν 20 μέρες με καθετήρα, σκέψου να
πάμε σπίτι και να μην μπορείς να πας τουαλέτα. Δεν μίλησε απλά κούνησε το
κεφάλι.
"Εγώ θα πάω για δουλειά
και θα τα πούμε το βράδυ. Έλα έχει και αγώνες σήμερα, θα ακούσεις τον
Παναθηναϊκό , εγώ θα κάνω παραγωγή και δελτία άρα θα είμαι συνέχεια στα αυτιά
σου. Θα περάσει η μέρα χωρίς να το καταλάβεις και αύριο πρωί θα έρθω πάλι να
σας πάω σπίτι" του έλεγα ενώ του χάιδευα τα μαλλιά. Κούνησε πάλι το
κεφάλι αλλά δεν χαμογελούσε. Του ζητούσα πράγματα που ήταν πάνω από τις
δυνάμεις του.
Μπήκα να μπω το πρώτο δελτίο
στις 7, στο ημίχρονο των αγώνων. Τελείωσα από τον αέρα 7 και 12 και αμέσως
μόλις κάθισα στο γραφείο χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν η θεία μου, που
φαντάστηκα πως πήρε να μάθει νέα του μπαμπά. Μου είπε πως ο μπαμπάς ξαναμπήκε
εντατική και η μαμά μου από την ταραχή της δεν θυμόταν το τηλέφωνό μου αλλά
πήρε αυτήν. Έκλεισα το τηλέφωνο και έφυγα τρέχοντας για το Λαϊκό. Δεν ήταν σαν
τις άλλες φορές. Ένιωθα πολύ διαφορετικά. Μπήκα στο δωμάτιο και βρήκα μόνο τη
μαμά μου. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Με κοίταξε και μου είπε πως ο μπαμπάς
τελείωσε. Τελείωσε, αμέσως μόλις τελείωσε και το δελτίο μου. Άκουσε το όνομά μου
στην αποφώνηση, σηκώθηκε να πάει τουαλέτα και εκεί έπαθε ανακοπή. Δεν κατάφεραν
να τον επαναφέρουν.
Η ζωή μου άλλαξε από αυτή τη
στιγμή. Ένα κομμάτι μου έφυγε μαζί του. Το καλύτερο μου. Έφυγε ο άντρας που μου
έδωσε ζωή, που με θαύμαζε για όλη μου τη ζωή όσο κανείς άλλος και που η
περηφάνεια του για εμένα ξεχείλιζε. Αυτός που με έσφιγγε στην αγκαλιά του και
έλαμπε όταν με έβλεπε. Έφυγε και με άφησε άδεια. Απ την άλλη φρόντισε να
μοίρα να μου στείλει τον μπαμπά μου σε νέα βελτιωμένη έκδοση. Ο μικρός που
πλέον μπαίνει στα 9 δεν του έχει αφήσει απολύτως τίποτα. Πέρα από τα
εξωτερικά χαρακτηριστικά που είναι φωτοτυπία, πήρε και όλα τα υπόλοιπα. Ίδιο
περπάτημα, ίδιο χιούμορ, ίδια χούγια, απολύτως ίδιες ευαισθησίες, δυο ίδιες απίστευτες
προσωπικότητες.
Έναν χρόνο μου έδωσε να τους ζήσω και τους δυο μαζί.
Φρόντισε μέχρι και να τους γιορτάζω και τους δυο μαζί. Να φτιάχνω ταυτόχρονα
τούρτα και κόλλυβα. Το μόνο που διαφέρει , είναι η ομάδα. Τον μικρό τον πήρα
μαζί μου. Δεν θα το επέτρεπε ποτέ αν ζούσε. Τι περίεργα παιχνίδια που μας
παίζει η ζωή...
Ακούω:
Ακούω: